Καλώς ωρίσατε, Benvenuto, Welcome, Willkommen, Welkom Bienvenue, Bienvenido, Bem vindo, Добро, Hoşgeldiniz

ΜΕΤΑ ΑΠΟ 60 ΧΡΟΝΙΑ...ΞΑΝΑΛΕΙΤΟΥΡΓΗΣΕ Η ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΖΑΠΑΝΤΑΙΝΑ

 
Μετά από 60 χρόνια, ξαναπήρε ανάσα η Παναγία η Ζαπάνταινα στην Παλιά Σκάλα!
 
Συνέβη αυτό που αποκαλούμε "το πλήρωμα του χρόνου".
Και όταν συμβεί αυτό, γίνεται κάτι μαγευτικό...
 
Τα πράγματα μπαίνουν στην θέση τους ξαφνικά, όλα μαζί, λες από μόνα τους!
 
 
 
Αυτό έγινε και πάνω 'κει, στο βουνό της Παλιάς Σκάλας, εκεί που πριν 60 χρόνια υπήρχαν σπίτια, εκκλησίες, πλατείες, δρόμοι, παιδιά να τρέχουν ξυπόλυτα, να ανεβαίνουν στα δέντρα και να παίζουν αμέρημνα, άνθρωποι να ζούνε εκεί την τελευταία μέρα της ζωής τους στα αγαπημένα και γνώριμα εδάφη.
 
 
Και μετά... Ο ΣΕΙΣΜΟΣ!


Τα ισοπέδωσε όλα! Σπίτια, ζωές ανθρώπων, ελπίδες και όνειρα.
Όλα 'μείναν μετέωρα. Το μέλλον... Κανείς δεν σκεφτόταν το μέλλον.
Μόνο το παρόν και προσπαθούσε ο καθένας να συμμαζέψει ό,τι του 'χε απομείνει, να θάψει τους νεκρούς του, να τους κλάψει, να κλάψει και την χαμένη του ζωή, αυτή που για γενιές ολόκληρες υπήρχε εκεί πάνω και τώρα ξεριζωνόταν!
 
 
Όχι όμως για πολύ μακριά!
Κάτω, στον κάμπο.
Όμως, οι μνήμες αυτών που έζησαν αυτή την καταστροφή,
έμειναν για πάντα πάνω στο βουνό!
 
 
Και να που ήρθε το πλήρωμα του χρόνου.
60 χρόνια μετά, μία εκκλησία αναδήθηκε μέσα από το έδαφος. 

 
Την ξέχωσαν η θέληση ενός παπά και μία μικρή ομάδα ανθρώπων που,
με μιά αυθόρμητη απόφαση στιγμής, τόσο έντονη οστόσο, άρπαξαν σκαφτικά, τσάπες και ό,τι άλλο μπορούσαν και η εκκλησιά μας, ξαναπαρουσιάστηκε.
 

  
Λίγο στην αρχή, περισσότερο μετά, η Παναγία η Ζαπάνταινα κοίταζε και πάλι την Σκάλα από το βουνό.
 
 
 Στον νου της Παναγιάς έμειναν τα πρόσωπα και ο πόνος. Και ήταν σαν μια υπόσχεση να δώθηκε σε αυτούς τους ανθρώπους..."Θα ξανάρθει η ώρα..."
 

Όσοι έμειναν συνέχισαν τις ζωές τους κάτω, κοντά στην θάλασσα,
σε μέρη που τα καλλιεργούσαν, σε άλλα που δεν τα είχαν για εύφορα,
σε παραθαλάσσια οικόπεδα που οι παππούδες μας τα είχαν για ασήμαντα
ή σε χωράφια δύσκολα, με πέτρα και βράχια
αλλά όπου τώρα ξεπήδησαν επιχειρήσεις, ξενοδοχεία και όμορφα σπίτια.
 
  
Γιατί ο Θεός και μέσα από την καταστροφή δίνει έλεος.
Ανταπέδωσε με πλούτο τον χαλασμό που έζησαν.
Αντάμειψε με μια άνετη ζωή όσους απέμειναν και έχασαν τους δικούς τους, τα σπίτια και τις περιουσίες τους, ώστε και αυτοί και τα παιδιά τους να ζήσουν ευχάριστα.
 
 
Στον δρόμο για την Παναγιά ξαναζωντάνεψαν φέτος οι μνήμες
 
 
Πήραν ξανά το μονοπάτι οι άνθρωποι, που τώρα έγινε δρόμος
 
 
Και έφτασαν στην Παναγιά. Η πύλη ανοικτή να τους προσμένει
 
 
 
Και ο παλιός ναός, με την αρχαία του πέτρα, αυτή που αναμείχθηκε με τον πόνο, το δάκρυ και το χώμα, ορθώθηκε και πάλι να συναντήσει τους παλιούς και νέους κατοίκους.
 
Αυτούς που η Παναγία δεν τους ξέχασε.
 
 
Αυτή τη φορά ο περίβολος του ναού στολίστηκε ακόμα περισσότερο από τότε.
Γιατί τώρα η ομορφιά αναμείχθηκε με το "αχ!" των καρδιών.
 
 
Τα παλιά αντικείμενα, ακροκέραμα, σκαλιστές πέτρες, στάμνες και κανάτες,
ό,τι δηλαδή υπήρχε τότε εκεί για να στολίσει και να εξυπηρετήσει την λειτουργία του ναού,
 
 
πήραν την θέση τους στον δρόμο προς την εκκλησία.
Για να μην χαθούνε!
 
  
 Ο Θεός έχει υπομονή, περιμένει!
 
Μια ιδέα πέρασε από την σκέψη του παπά. Εκείνου που κίνησε το ξέθαμα της εκκλησιάς.
"Αχ και να κάναμε μία λειτουργία! Αλλά πώς; Δεν έχει στέγη η εκκλησία!"
 
 
Ναι, δεν έχει ακόμα στέγη η εκκλησία, αλλά είδε και ο κόσμος την ομορφιά της
και είπε του παπά: " Πάτερ, τόσο κόπο κάνατε να την ξεθάψετε την εκκλησία,
τόση δουλειά βάλατε να την ξαναφτιάξετε και τώρα γίνεται καλύτερη και από πριν.
Δεν κάνουμε και μια λειτουργία, να την χαρούμε κιόλας;"
 
Μα πώς θα κάνουμε λειτουργία με τόση ζέστη χωρίς σκεπή;
Θα κάψει τον κόσμο ο ήλιος όταν βγει το πρωί!
 
Το σκέφτηκε ο παπάς, το ξανασκέφτηκε και ξαφνικά ανακοίνωσε:
"Θα κάνουμε αγρυπνία ένα βράδυ και παράκληση ένα άλλο. Φτιάχτε τις ανακοινώσεις!"
 
 
 
Για την Παναγία; Αμέσως!
Το ίδιο βράδυ η ανακοίνωση έγινε και το πρωί, την ώρα που λειτουργούσε ο παπάς, έφτασε στα χέρια του. Και τότε, εκείνος που τόσο καιρό περίμενε αυτή την στιγμή, μετά από τόσο κόπο, σκέφθηκε "λες να 'ρθε η ώρα;"
 
 
 
 
Η θύρα άνοιξε, μετά από τόσα χρόνια.
Η εκκλησιά χωρίς σκεπή, αλλά ποιός νοιάζεται;
 
 
 
 Η άδεια εκκλησιά, αυτή που τόσο υπομονετικά μας περίμενε τόσα χρόνια...
 
 
ξαναγέμισε με κόσμο. Το εκκλησίασμα ξαναγύρισε.
 
 
 

 
Η παλιά Αγία Τράπεζα, που για 60 χρόνια δεν λειτούργησε...
 
 
 
να την πάλι, στολίστηκε τα καλά της!
 
 
Και τα παράθυρα που άδεια αγνάντευαν
το νέο χωριό από ψηλά... 

 
ξαναβρήκαν θέα μέσα στην εκκλησιά πλέον. 
 


Ο κρυμμένος θησαυρός ξαναπήρε την θέση του:
Οι παλιές εικόνες του τέμπλου της Ζαπάνταινας ξαναβρέθηκαν πάλι, μπροστά από το ιερό τους.
 
 



Ο κόσμος σιγά σιγά άρχισε να καταφθάνει, να γεμίζει το προαύλιο...
 
 
και να συζητά αμέριμνα μέχρι να ξεκινήσει η λειτουργία.
 

  
 Μα και ο περίβολος του ναού είχε στολιστεί για να υποδεχτεί
παλαιούς και νέους κατοίκους της Σκάλας.

 
Τα λουλούδια μοιρασμένα παντού, δεν ήταν μόνο για να ομορφύνουν τον χώρο.
 
 
Ήταν για χάρη της Παναγιάς

 

 
αλλά και για να χαροποιήσουν όσους θα έκαναν τον κόπο να ανέβουν μέχρις εδώ
και να παρακολουθήσουν άγρυπνοι την Λειτουργία.
 
 
Σαν να τους λέγαμε "Σας περιμέναμε. Καλώς ήλθατε!"
 

 
Το αγνάντιο προς την νέα Σκάλα αποζημίωσε όλους εμάς που φθάσαμε εκεί πάνω.

 
Οι νεώτεροι, κοιτάζοντας κάτω, άρχισαν να καταλαβαίνουν την ομορφιά που αντίκρυζαν από το βουνό τους οι παλιοί,

 
αλλά και τις μνήμες που τους είχαν αιχμαλωτίσει εκεί πάνω...


 ακόμα και αν, τώρα πια, ζούσαν εκεί κάτω!
 
 
Η Γλυκοφιλούσα της Παλιάς Σκάλας, ανέβηκε και πάλι στο βουνό


 και όλα είναι έτοιμα να υποδεχτούν τις αγαπημένες ψυχές που θα 'ρθουν.
 
 
Οι παλιοί κάτοικοι ξαναείδαν τα μέρη που έζησαν σαν νέοι και παιδιά,
και σαν μία υπόσχεση (;), προσμονή (;) να εκπληρώθηκε:
"και πάλι μαζί θα είμαστε εκεί πάνω!"
 

 
Και η φορητή εικόνα της Γλυκοφιλούσας στον πρόναο
ανταπέδιδε το φίλημα σε όσους κατέφθαναν εκείνο το βράδυ να την προσκυνήσουν.


 
Υπομονετικά γέμιζαν και οι καρέκλες στον παλαιό ναό.
 
Οι θέσεις που καταλάμβαναν οι μεγαλύτεροι, δεν ήταν ακριβώς τυχαίες, όπως καταλάβαμε στην συνέχεια.
 
 
Το "τέμπλο" ξαναφάνηκε, όχι όπως άλλοτε, αλλά οι εικόνες του
και πάλι εκεί ήταν.


 
 
Ιερείς και ψάλτες πήραν θέσεις, γιατί σε λίγο η αγρυπνία θα άρχιζε.
 

 
Το καμπαναριό δεν ήταν όπως παλιά,
δεν πειράζει όμως!
 
 
Η καμπάνα αντίχησε στις πλαγιές.
Άραγε η φωνή της έφτασε μέχρι κάτω;
 
 
Υπήρχε ακόμα κόσμος στο νέο χωριό που θα ερχόταν εδώ πάνω άραγε
ή θα αρκούνταν στην ανάμνηση;

 
Ο κόσμος στην θέση του...

 
οι ψάλτες στην θέση τους...

 
το μανουάλι γεμάτο με κεριά-ευχές των κατοίκων...

 
και η λειτουργία άρχισε ξανά...

 
μετά από 60 χρόνια ακριβώς!


 Το κυπαρρίσι μας κοίταζε σε όλη την διάρκεια της αγρυπνίας.
Αν είχε στέγη ο ναός, δεν θα φαινόταν.
 
Το κοιτούσαμε κι εμείς και προσπαθούσαμε να αποτυπώσουμε στο μυαλό μας αυτή την εικόνα,
γιατί όταν πλέον ο ναός θα έχει στέγη, δεν θα το ξαναδούμε μέσα από την εκκλησία.


 
Η αγρυπνία προχωρούσε ...
 

 
Οι παλιοί με τις αναμνήσεις τους και οι νεώτεροι με τις εντυπώσεις τους.

 
Η ατμόσφαιρα είχε κάτι διαφορετικό.

 
Όσο προχωρούσε η αγρυπνία, τόσο η κατάνυξη μεγάλωνε.
Κάτι μυστηριώδες συνέβαινε.
 
 
 
Είχαμε μια αίσθηση σαν να ξαναλειτουργούσαμε την Αγιά Σοφιά μετά από τόσους αιώνες.
 
Το ίδιο δεν ήταν με αυτή την κατεστραμμένη, σιωπηλή για τόσα χρόνια και αναστημένη εκκλησία;
 
 
Πολλοί σκέφθηκαν, κάποιοι είπαν κιόλας, "μακάρι αυτή η νύχτα να μην τελειώσει ποτέ!"
 
Τι έχασαν όσοι δεν ήρθαν!




 
Η μυσταγωγία πλησιάζει προς το τέλος της,

 
με προσμονή για την επόμενη λειτουργία. 

 
Τον λόγο πήρε ο παπα-Φώτης.
"Μετά από 60 χρόνια, επιτέλους οι εικόνες του τέμπλου ξαναβρίσκουν την θέση τους..."
 
 
Όσο μίλαγε, τόσο η συγκίνηση απλωνόταν,
γιατί ο λόγος του ξύπναγε μνήμες.
 
Και όταν αναφέρθηκε στην τελευταία λειτουργία,
τότε όπου άνοιξε η οροφή του ναού στα δύο από τον σεισμό,
αυθόρμητα ο κόσμος τον διέκοψε...

 
μία φωνή από εδώ, μία φωνή από εκεί συμπλήρωσαν την εικόνα της τελευταίας λειτουργιάς.
Αυτήν που ο παπα-Φώτης και όλοι οι νεώτεροι δεν την είχανε ζήσει, αλλά ήταν σαν να την ζούσανε:
 
"Να, εδώ στεκόμουν, στο ιερό, παπά μου, είπε κάποιος. Ήμουν μικρό παιδί!"
"Και εγώ, καθόμουν στην ίδια θέση που κάθομαι και τώρα" είπε κάποια.
 
Μέσα στο πολύ αχνό φως δεν διέκρινες πρόσωπα, μόνο κουβέντες.
Ξαναζούσαν οι άνθρωποι την τελευταία λειτουργία.
 
Οι νεώτεροι έμεναν άφωνοι.
Ό,τι δεν έζησαν μπορούσαν να το φανταστούν.
Οι αναμνήσεις μιας ζωής αναδύονταν σαν εξομολόγηση και ξαλάφρωναν οι ψυχές από το βάρος.
Τι έχασαν όσοι δεν ήρθαν!



Η Θεία Κοινωνία βρήκε τους κατοίκους της Παλιάς Σκάλας να κοινωνούν με τα παιδιά και τα εγγόνια τους, κατοίκους πλέον του κάτω χωριού
 

 
 
 
 
Κοιτάζοντάς τους αναρωτιόσουν πόσα χρόνια άραγε περίμεναν αυτή την στιγμή;
 
Φαντάζονταν ποτέ ότι θα την ζήσουν;
 


Ήταν ευλογία που ζήσαμε αυτή την μυσταγωγία.
Μία μοναδική στιγμή στην ζωή μας, που δεν περιμέναμε ότι θα είχε τόσο βάθος κατάνυξης.
 
Αυτό ήταν έκπληξη για μας, δώρο από την Παναγία σε όσους ανέβηκαν εδώ πάνω.

 

 
Άραγε η Παναγία να έμεινε ευχαριστημένη;
 
Δεν τελειώσαμε όμως εδώ.

Ακολουθεί σε λίγες μέρες και η Παράκληση.
Για να μας προστατεύει απ' το κακό του σεισμού.
 
 
Ο ναός σιώπησε και πάλι. Τα κεριά σε λίγο θα σβήσουν.
 

 
Το τραπέζι περιμένει τους ιερείς και ψάλτες για ένα κέρασμα.
 
Τόσες ώρες κουράστηκαν...
 
Κουράστηκαν άραγε;
Μας φάνηκε ότι η νύχτα πέρασε άκοπα.

 
Εκείνοι τρώνε κάτω...
 
 
και εμείς πάνω. Κέρασμα σούπα και γλυκό.
 
 
Την επόμενη εβδομάδα σειρά είχε η Παράκληση.
 
Θα ξεκινούσε κατά το σούρουπο.
 
 
Λίγο πιο ανεπίσημα, αλλά η μαγεία παρέμενε.
 
 
Σιγά-σιγά μαζευόμασταν.
Όχι τόσο πολλοί σαν την άλλη φορά.

 
 




 

 
 
Αυτή τη φορά δεν είχαμε κέρασμα.
Ένα γλυκάκι πήγαινε.
Την επόμενη όμως θα το οργανώσουμε καλύτερα.
 
 
Πραγματικά χαλαρώσαμε και απολαύσαμε την βραδινή θέα της Σκάλας.

 
Και το θέμα συζήτησης ήταν η αγρυπνία που κάποιοι για πρώτη φορά είχαν συμμετάσχει.
 
 
Αντίθετα από ό,τι περιμέναμε, αυτές οι ακολουθίες άγγιξαν τον κόσμο περισσότερο από το αναμενόμενο ενώ κανείς δεν κουράστηκε ιδιαίτερα.
 Οι κάτοικοι ζήτησαν επανειλλημένα να ξανακάνουμε αγρυπνία.
 
 
 
 
 
Καληνύχτα, Παναγιά!
Σε ευχαριστούμε γι' αυτό που ζήσαμε.

 
 
Του χρόνου πάλι!